- σουσαμόπιτα
- ηπίτα που περιέχει σουσάμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουσαμόπιτα — και σησαμόπιτα, η, Ν πίτα από σπόρους σουσαμιού μετά την έκθλιψη τού λαδιού τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + πίτα] … Dictionary of Greek
σησαμόπιττα — η, Ν βλ. σουσαμόπιτα … Dictionary of Greek
σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… … Dictionary of Greek